- ταυτοπάτωρ
- -ορος, ὁ, ἡ, Μαυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ὁμο-πάτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek